παγγνωσία

παγγνωσία
η
θεολ. η ικανότητα τού θεού να γνωρίζει τα πάντα χωρίς κανέναν περιορισμό, η παντογνωσία τού θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -γνωσία (< γνώση), με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ-. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανδαημοσύνη — η παντογνωσία, παγγνωσία, γνώση τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαημοσύνη (< δαήμων < δαήμων «γνώστης»), πρβλ. αδαημοσύνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Αργυρόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”