- παγγνωσία
- ηθεολ. η ικανότητα τού θεού να γνωρίζει τα πάντα χωρίς κανέναν περιορισμό, η παντογνωσία τού θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -γνωσία (< γνώση), με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ-. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.